φλομόχορτο

φλομόχορτο
και φλωμόχορτο, το, Ν
βοτ. κοινή ονομασία ειδών φυτών τού γένους βερμπάσκο, αλλ. φλόμος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φλόμος + χόρτο].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • γιατρίνα — η 1. γιάτρισσα* 2. η γυναίκα τού γιατρού 3. το φυτό φλομόχορτο, μελίσσαντρος …   Dictionary of Greek

  • φλωμόχορτο — το, Ν βοτ. βλ. φλομόχορτο …   Dictionary of Greek

  • φλόμος — ο, ΝΜΑ, και σφλόμος και φλώμος Ν, και φλῶμος Μ, και φλόνος και θηλ. φλόμος, ἡ, ΜΑ, και πλόμος Α κοινή σήμερα ονομασία ειδών φυτών τού γένους βερμπάσκο, αλλ. φλομόχορτο νεοελλ. 1. βοτ. κοινή ονομασία ειδών τού γένους φλομίς και ιδίως τού είδους… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”